- απόγραφο
- τοκυρωμένο αντίγραφο δικαστικού εγγράφου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόγραφο — το [απογράφω] αντίγραφο, και ιδίως το επικυρωμένο πρώτο αντίγραφο τελεσίδικης δικαστικής απόφασης … Dictionary of Greek
σηματόγραφο — το, Ν ναυτ. απόγραφο σημάτων, βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα σήματα που δίνονται ή λαμβάνονται σε υπηρεσία τού Πολεμικού Ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόγραφον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek